ιφθιμος

ιφθιμος
    ἴφθιμος
    ἴφθῑμος
    3 и 2
    [ἶφι]
    1) сильный, мощный, могучий
    

(ὦμοι, κράτος, Λύκιοι, βοῶν κάρηνα Hom.; ἀνήρ Hes.)

    2) мощный, бурный, стремительный
    

(ποταμοί Hom.)

    3) властный, грозный
    

(Ἀΐδης Hom., Hes.; βασιλεύς Theocr.)

    4) доблестный, славный
    

(ψυχαὴ ἡρώων, ἄλοχος Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ιφθιμος" в других словарях:

  • ίφθιμος — ἴφθιμος, ον, θηλ. και η (Α) 1. (γενικά αλλά και κυρίως για ήρωες και για τον Άδη) δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος 2. (για γυναίκες) α) εύρωστη β) ευπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η απουσία αρχικού F δεν επιτρέπει τη σύνδεση τής λ. με τους τ. ἴς,… …   Dictionary of Greek

  • ἴφθιμος — ἴφθῑμος , ἴφθιμος stout masc nom sg ἴφθῑμος , ἴφθιμος stout masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴφθιμον — ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout masc acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout neut nom/voc/acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout masc/fem acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφθίμων — ἰφθί̱μων , ἴφθιμος stout fem gen pl ἰφθί̱μων , ἴφθιμος stout masc/neut gen pl ἰφθί̱μων , ἴφθιμος stout masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφθιμότατος — ἰφθῑμότατος , ἴφθιμος stout masc nom superl sg ἰφθῑμότατος , ἴφθιμος stout masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφθιμότερος — ἰφθῑμότερος , ἴφθιμος stout masc nom comp sg ἰφθῑμότερος , ἴφθιμος stout masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφθίμα — ἰφθί̱μᾱ , ἴφθιμος stout fem nom/voc/acc dual ἰφθί̱μᾱ , ἴφθιμος stout fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφθίμας — ἰφθί̱μᾱς , ἴφθιμος stout fem acc pl ἰφθί̱μᾱς , ἴφθιμος stout fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφθίμοιο — ἰφθί̱μοιο , ἴφθιμος stout masc/neut gen sg (epic) ἰφθί̱μοιο , ἴφθιμος stout masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφθίμοις — ἰφθί̱μοις , ἴφθιμος stout masc/neut dat pl ἰφθί̱μοις , ἴφθιμος stout masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰφθίμοισι — ἰφθί̱μοισι , ἴφθιμος stout masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἰφθί̱μοισι , ἴφθιμος stout masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»